Απόσπασμα από το βιβλίο ΜΟΝΤΕΣΣΟΡΙΑΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ “Το παιδί στην οικογένεια”
Συγγραφέας: Μαρία Μοντεσσόρι | Εισαγωγή– Επιστημονική Επιμέλεια: Ειρήνη Φαφαλιού | Μετάφραση: Γιάννα Σκαρβέλη | Εκδόσεις: Καλειδοσκόπιο
H εκπαίδευση των παιδιών βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε λανθασμένες ιδέες και προκαταλήψεις. Σήμερα γίνεται προσπάθεια να επικρατήσουν άλλες απόψεις, πολύ πιο θετικές, βασισμένες στην άμεση παρατήρηση. Αν σκεφτούμε την επιτυχία που σημείωσε η μέθοδος της παρατήρησης σε όλα τα επιστημονικά πεδία, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι θα αλλάξουν και οι κατευθυντήριες γραμμές της παιδαγωγικής.
Η σύγχρονη εκπαίδευση, που βασίζεται στην παρατήρηση των παιδιών πριν επιχειρήσουμε να τα εκπαιδεύσουμε, πρέπει τελικά να διεισδύσει και στην οικογένεια και, εκτός από το νέο παιδί, να δημιουργήσει νέες μητέρες και νέους πατέρες.
Μέχρι τώρα, το βασικό μέλημα των γονιών ήταν να διορθώνουν τα ελαττώματα των παιδιών διδάσκοντάς τους αυτό που φαινόταν στους ίδιους καλό και δίκαιο, πρώτα απ’ όλα με το παράδειγμά τους, αλλά και με διδάγματα και νουθεσίες − και, αν όλα αυτά δεν ήταν αρκετά, με κατσάδιασμα και τιμωρίες. Ήταν, μάλιστα, ευνόητο ότι η οικογένεια είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την τιμωρία ως παιδαγωγική μέθοδο περισσότερο από κάθε άλλην.
Ένα τέτοιο δικαίωμα, όμως, βαραίνει τους γονείς με δύο ευθύνες: αντιπροσωπεύουν για το ανίσχυρο παιδί την εξουσία και την αδιαμφισβήτητη αυθεντία, και επιπλέον, αφού αναλάβουν αυτό τον ρόλο, έχουν υποχρέωση να δίνουν πάντα το καλό παράδειγμα.
Οι γονείς καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι από αυτούς εξαρτάται η εξέλιξη των παιδιών τους. Γι’ αυτό λέγεται πως η μάνα παίζει στα γόνατά της το πεπρωμένο της πατρίδας. Ωστόσο, ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα είναι προετοιμασμένοι γι’ αυτό το δύσκολο καθήκον. Μια μητέρα, που θα έπρεπε να ξέρει από τη δική της παιδική ηλικία ότι μόνο με εξάσκηση και υπομονή καταφέρνει κανείς να κάνει ακόμα και το πιο απλό πράγμα, δεν αναρωτιέται καν πώς εκπαιδεύεται ένα παιδί. Ένας πατέρας, που έμαθε πολλά στα νιάτα του αλλά δεν έκανε ποτέ τον κόπο να σκεφτεί πώς διαμορφώνεται ένας χαρακτήρας, δεν θα σταθεί ποτέ να παρατηρήσει προσεκτικά ένα παιδί.
Το αποτέλεσμα είναι αυτή η τεράστια ευθύνη των γονιών να αφήνεται συχνά, και εντελώς αυθαίρετα, στην τύχη, στην καλή θέληση ή ακόμα και σε εμπειρίες που έχουν χάσει την αξία τους γιατί δεν έχουν πια κανένα νόημα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι δύσκολο να γίνουμε ξαφνικά τέλεια πρότυπα, άξια να τα μιμηθούν τα παιδιά. Μέχρι να εμφανιστεί στην οικογένεια αυτή η νέα, αθώα ζωή, η μητέρα και ο πατέρας συναγωνίζονταν ποιος θα αναγνωρίσει τα δικά του ελαττώματα. Σκέφτονταν τις ελλείψεις τους και παραδέχονταν ότι είναι ατελή όντα. Ξαφνικά, όμως, έρχονται αντιμέτωποι με ένα νέο καθήκον και οφείλουν να είναι τέλειοι. Αποκτούν την ευθύνη να εκπαιδεύσουν τα παιδιά τους με την αυθεντία τους, να διορθώσουν τα ελαττώματά τους, να τα κάνουν καλύτερα επιβάλλοντάς τους τιμωρίες, αλλά κυρίως δίνοντας το λαμπρό παράδειγμα της δικής τους τελειότητας.
Έτσι δημιουργείται μια κατάσταση στην οποία δεν θα επεκταθούμε εδώ, καθώς όλοι γνωρίζουμε τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις που προκύπτουν στην καθημερινή ζωή.
Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας μιαν άλλη πτυχή του προβλήματος. Ναι μεν οι νέοι γονείς πρέπει να κάνουν τα πάντα για να πάψουν να καταπιέζουν την ψυχή των παιδιών τους, που είναι πολύ πιο αθώα και αγνή από τη δική τους, αλλά σε καμία περίπτωση η έννοια της ελευθερίας στην εκπαίδευση δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει γενικά να προσπαθούν να διορθώσουν τα ελαττώματά τους. Σε αυτή την περίπτωση, θα εξέθεταν το παιδί σε πολλαπλές συνέπειες των ελλείψεών του και θα το έκαναν θύμα επικίνδυνων ψυχικών ασθενειών. Επειδή δεν σκοπεύουμε να θέσουμε νέες αρχές, θα αντλήσουμε συμπεράσματα από τις ήδη γνωστές. Πάνω απ’ όλα, πριν τις εφαρμόσουμε, πρέπει να σκεφτούμε τι πραγματικά χρειάζεται το παιδί και να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να το ικανοποιήσουμε. Και για να πετύχουμε αυτόν τον στόχο, πρέπει πρώτα να προετοιμάσουμε τους γονείς.
Τώρα πια, όλες σχεδόν οι μητέρες γνωρίζουν πώς πρέπει να φροντίζουν το σώμα των παιδιών τους, γνωρίζουν τους κανόνες της σωστής διατροφής, ποια θερμοκρασία χρειάζονται τα παιδιά για τη βέλτιστη ανάπτυξή τους και ποια είναι τα πλεονεκτήματα της ζωής στον καθαρό αέρα, ο οποίος αυξάνει το απόθεμα οξυγόνου στους πνεύμονες.
Το παιδί, όμως, δεν είναι απλώς ένα ζωάκι που χρειάζεται τροφή. Ήδη από τη στιγμή της γέννησής του, είναι ένα πλάσμα που έχει ψυχή και, αν θέλουμε να φροντίσουμε την ευημερία του, δεν αρκεί να φροντίζουμε μόνο τις σωματικές του ανάγκες. Πρέπει να του ανοίξουμε τον δρόμο για την πνευματική ανάπτυξη. Πρέπει, από την πρώτη κιόλας μέρα, να σεβόμαστε τις παρορμήσεις της ψυχής του και να βρίσκουμε τρόπο να τις στηρίζουμε.
Για τη σωματική υγεία του παιδιού παίρνουμε σαφείς οδηγίες. Οι κανόνες για την υγεία της ψυχής, όμως, που εκτείνονται σε ένα πολύ ευρύτερο πεδίο, δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμα.
Το παιδί δεν αισθάνεται μόνο ανάγκη για φαγητό. Η χαρά του όταν κάνει κάποιες δεδομένες κινήσεις, που κανείς δεν μπορεί να τις εμποδίσει, αποτελεί ένδειξη των άπειρων εσωτερικών αναγκών του. Αντί να εμποδίζουμε τη δραστηριότητά του, πρέπει να του προσφέρουμε τα μέσα που χρειάζεται για να την αναπτύξει.
Τα περισσότερα σημερινά παιχνίδια δεν προσφέρουν τα σωστά πνευματικά ερεθίσματα στο παιδί και πιστεύω πως τελικά θα εξαφανιστούν. Ας δούμε τις αλλαγές που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια. Τα παιχνίδια αποκτούν όλο και μεγαλύτερο μέγεθος. Οι κούκλες έχουν γίνει τόσο μεγάλες που φτάνουν σχεδόν στο ύψος των μικρών κοριτσιών. Αντίστοιχα, έχουν μεγαλώσει σε μέγεθος και όλα όσα έχουν σχέση με τις κούκλες: κρεβατάκια, ντουλάπες, κουζινικά κτλ. Και το κοριτσάκι είναι πολύ ευχαριστημένο με όλα αυτά.
Αν όμως τα παιχνίδια μεγαλώσουν λίγο ακόμα, το κοριτσάκι θα γίνει αντίπαλος της ίδιας του της κούκλας και θα θέλει για τον εαυτό του το κρεβατάκι και τις καρεκλίτσες. Τότε, θα φτάσει στο απόγειο της ευτυχίας, αλλά τα παιχνίδια θα εξαφανιστούν. Το κοριτσάκι θα έχει βρει ένα περιβάλλον που θα του ταιριάζει και θα χρησιμοποιεί, με όλο και πιο μεγάλη ευχαρίστηση, όλα τα αντικείμενα που προορίζονταν για την κούκλα του. Όλα αυτά τα όμορφα και χρήσιμα πράγματα του προσφέρουν μια νέα, πραγματική ζωή, τη μοναδική ζωή που μπορεί να το κάνει ευτυχισμένο και να το βοηθήσει να μεγαλώσει με φυσικό τρόπο.
Πρέπει να προσφέρουμε στο παιδί ένα περιβάλλον το οποίο θα ανήκει αποκλειστικά σε αυτό: ένα μικρό νιπτήρα μόνο δικό του, μικρές πολυθρόνες, ένα μπουφέ με συρτάρια που θα μπορεί να τα ανοίγει και μέσα θα βρίσκει αντικείμενα κοινής χρήσης τα οποία θα μπορεί να χρησιμοποιήσει, ένα κρεβατάκι για να κοιμάται τη νύχτα σκεπασμένο με μια ωραία κουβέρτα, την οποία θα μπορεί να διπλώνει ή να ξεδιπλώνει μόνο του. Πρέπει να του δώσουμε ένα περιβάλλον στο οποίο θα μπορεί να ζει και να παίζει. Τότε θα το δούμε να δουλεύει όλη μέρα με τα χεράκια του και να περιμένει ανυπόμονα να γδυθεί μόνο του και να ξαπλώσει μόνο του στο κρεβατάκι του. Θα ξεσκονίζει τα έπιπλα, θα τα τακτοποιεί, θα φροντίζει να τρώει καλά, να ντύνεται μόνο του, να είναι ευγενικό και ήρεμο, χωρίς κλάματα, χωρίς ξεσπάσματα, χωρίς ιδιοτροπίες, τρυφερό και υπάκουο.
Η νέα εκπαίδευση δεν σημαίνει μόνο ότι προετοιμάζουμε το κατάλληλο περιβάλλον για το παιδί και ότι δεχόμαστε, γενικότερα, πως του αρέσει η δουλειά και η τάξη αυτή καθαυτή. Σημαίνει επίσης ότι το παρατηρούμε ώστε να αναγνωρίζουμε τις εκδηλώσεις του πνεύματός του που ανθίζει. Ο νέος δρόμος είναι ο δρόμος του πνεύματος, που δεν απαρνείται όσα έχουν κατακτηθεί σε σχέση με τη σωματική υγεία, αλλά κάνει κτήμα του αυτή τη γνώση και τη χρησιμοποιεί για να προχωρήσει παρακάτω. Η ψυχολογική διάσταση έχει αδιαμφισβήτητα τεράστια σημασία για μας, αυτή αποτελεί το μυστικό της νέας εκπαίδευσης.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παρουσιάσω τις βασικές αρχές που θα βοηθήσουν τη μητέρα να βρει τον πιο σωστό δρόμο για το παιδί της.
Πρώτη, και σημαντικότερη, αρχή: Πρέπει να σεβόμαστε όλες τις μορφές εμπρόθετης δραστηριότητας του παιδιού και να προσπαθούμε να τις καταλάβουμε.
Συνήθως περνούν απαρατήρητες οι εκδηλώσεις της ζωής του παιδιού που δείχνουν την εσωτερική του δύναμη και το ωθούν να αναπτύξει την ενέργειά του σε όλους τους τομείς. Όταν μιλάμε για «δραστηριότητα του παιδιού», σκεφτόμαστε κάτι ιδιαίτερο το οποίο παρατηρήσαμε κάποια στιγμή, γιατί κέντρισε τη νωθρή προσοχή μας. Μπορεί να ήταν ακόμα και κάποια άσχημη αντίδραση, κάποια ψυχική απόκλιση που προκλήθηκε από την έλλειψη άσκησης ή μια έκρηξη ενέργειας που είχε μείνει για πάρα πολύ καιρό καταπιεσμένη. Αντίθετα, τα σημάδια της πραγματικής δραστηριότητας του παιδιού δεν εντοπίζονται εύκολα. Πρέπει να πιστέψουμε σε όλα τα καλά στοιχεία που βρίσκονται κρυμμένα μέσα στο παιδί και να μάθουμε να τα αναγνωρίζουμε με φροντίδα και αγάπη. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να το εκτιμήσουμε σωστά.
Με αυτό τον τρόπο πρέπει να προετοιμάζονται οι γονείς, αν θέλουν να είναι σε θέση να κατανοούν σωστά τις φυσιολογικές εκδηλώσεις του παιδιού τους.
Ας δούμε, όμως, κάποιες παρατηρήσεις που προέκυψαν από τη ζωή του παιδιού στην οικογένεια.
Αρχικά, θα ήθελα να σας μιλήσω για ένα κοριτσάκι τριών μηνών, ένα μικροσκοπικό πλασματάκι που μόλις είχε διαβεί το κατώφλι της ζωής. Φαινόταν να έχει μόλις ανακαλύψει τα χέρια του και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα δει καλύτερα. Τα μπρατσάκια του, όμως, ήταν πολύ κοντά και, για να δει τα χέρια του, έπρεπε να στρίψει τα μάτια. Επομένως, ήταν ικανό να κάνει μια μεγάλη προσπάθεια. Γύρω του υπήρχαν πολλά πράγματα, εκείνο όμως ενδιαφερόταν μόνο για τα χεράκια του. Οι προσπάθειές του ήταν η εκδήλωση ενός ενστίκτου που θυσίαζε την άνεση προκειμένου να ικανοποιηθεί μια εσωτερική ανάγκη.
Αργότερα, έδωσαν στο κοριτσάκι ένα αντικείμενο να το κρατήσει στα χέρια, να το αγγίξει. Το κρατούσε με μεγάλη αδιαφορία. Προφανώς δεν το ενδιάφερε καθόλου. Άνοιξε το χεράκι του και το άφησε να πέσει κάτω χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία. Αντίθετα, το προσωπάκι του έπαιρνε μια πολύ έξυπνη έκφραση κάθε φορά που προσπαθούσε να πιάσει κάτι, άσχετα από το αν τα κατάφερνε ή όχι. Κοίταζε με απορία τα χεράκια του σαν να έλεγε: «Πώς γίνεται πότε να καταφέρνω και πότε να μην καταφέρνω να τα πιάσω;» Προφανώς το ζήτημα της λειτουργίας των χεριών του τού είχε τραβήξει την προσοχή. Όταν έγινε έξι μηνών, του έδωσαν μιαν ασημένια κουδουνίστρα. Την έβαλαν στο χέρι του και το βοή-θησαν να την κουνήσει, για να ακούσει το κουδουνάκι. Έπειτα από λίγο, άφησε την κουδουνίστρα να πέσει. Την μάζεψαν και του την έδωσαν ξανά. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές.
Φαινόταν ότι το παιδί, όταν έριχνε κάτω την κουδουνίστρα και ζητούσε αμέσως να του τη δώσουν πίσω, είχε κάποιο σκοπό. Μια μέρα, ενώ την κρατούσε, αντί να ανοίξει τελείως το χέρι του όπως έκανε συνήθως, άνοιξε μόνο ένα δάχτυλο, έπειτα άλλο ένα, κι άλλο ένα, μέχρι το τελευταίο. Τότε η κουδουνίστρα έπεσε στο πάτωμα. Η μικρή κοίταζε τα δάχτυλα με πολύ μεγάλη προσοχή. Επανέλαβε την κίνηση εξακολουθώντας να κοιτάζει τα δαχτυλάκια της. Αυτό που την ενδιάφερε προφανώς δεν ήταν η κουδουνίστρα, αλλά το παιχνίδι, η «λειτουργία» των δαχτύλων που μπορούσαν να κρατήσουν το αντικείμενο. Αυτή η παρατήρηση της έδινε μεγάλη χαρά. Προηγουμένως, το κοριτσάκι ανάγκαζε τα μάτια του να γυρίζουν άβολα, για να βλέπει το χέρι του, ενώ τώρα μελετούσε τη λειτουργία του χεριού του. Η σοφή μητέρα της περιοριζόταν στο να της ξαναδίνει υπομονετικά την κουδουνίστρα. Έτσι, συμμετείχε στη δραστηριότητα της μικρής της κόρης και κατανοούσε τη μεγάλη σημασία που είχε γι’ αυτήν η επανάληψη της άσκησης.
Το περιστατικό αυτό δείχνει καθαρά τις πιο απλές ανάγκες του παιδιού στην αρχή της ζωής του. Αν, όμως, εκείνος που φρόντιζε το κοριτσάκι δεν το είχε παρατηρήσει σωστά, μπορεί και να του είχε δέσει τα χεράκια για να μην αλληθωρίζει ή μπορεί, βλέποντάς το να ρίχνει συνεχώς την κουδουνίστρα στο πάτωμα επίτηδες, να του την είχε πάρει. Τότε, όλα όσα περιέγραψα θα είχαν περάσει απαρατήρητα. Και θα είχε καταπιεστεί ένας από τους πιο λεπτούς και φυσικούς τρόπους ανάπτυξης της νοημοσύνης του παιδιού. Αντί να το απολαμβάνει, η μικρή ίσως θα είχε ξεσπάσει σε κλάματα – σε κλάματα φαινομενικά αδικαιολόγητα, στα οποία εμείς δεν θα δίναμε καμία σημασία ορθώνοντας ήδη από τη γέννηση ένα τείχος παρεξηγήσεων ανάμεσα σε μας και την παιδική ψυχή.
Ίσως πολλοί θα αμφισβητήσουν την ύπαρξη εσωτερικής ζωής σε ένα τόσο μικρό παιδί. Όποιος θέλει να καταλάβει τις ανάγκες των μικρών πλασμάτων, πρέπει πρώτα να μάθει να κατανοεί, όπως κάθε άλλη γλώσσα, τη γλώσσα της ψυχής που διαμορφώνεται και να πειστεί για τη σημασία που έχει η ικανοποίηση αυτών των αναγκών για τη ζωή που αναπτύσσεται. Δείχνουμε σεβασμό στην ελευθερία του παιδιού σημαίνει το βοηθάμε σε αυτές τις προσπάθειές του να αναπτυχθεί.
Ας δούμε μιαν άλλη περίπτωση. Ένα αγοράκι ενός έτους περίπου κοίταζε μια μέρα μερικά σκίτσα που είχε φτιάξει η μητέρα του γι’ αυτό πριν γεννηθεί. Το αγοράκι άρχισε να φιλάει τις εικόνες των παιδιών – πιο πολύ το γοήτευαν εκείνες των πιο μικρών. Μπορούσε επίσης να διακρίνει τις εικόνες των λουλουδιών και πλησίαζε το προσωπάκι του παριστάνοντας ότι τα μυρίζει. Ήταν σαφές ότι το παιδί ήξερε πώς πρέπει να συμπεριφερθεί και στα παιδιά και στα λουλούδια.
Κάποιοι από τους παρισταμένους βρήκαν το παιδάκι πολύ χαριτωμένο και έβαλαν τα γέλια. Άρχισαν να του δίνουν να φιλήσει και να μυρίσει διάφορα αντικείμενα γελώντας με τις εκφράσεις του, στις οποίες δεν μπορούσαν να αποδώσουν κάποιο νόημα και τους φαίνονταν αστείες. Του έδωσαν χρώματα να μυρίσει και μαξιλάρια να φιλήσει. Το παιδάκι μπερδεύτηκε εντελώς και από το πρόσωπό του χάθηκε η ξύπνια και γεμάτη περιέργεια έκφραση που το ομόρφαινε τόσο. Πριν ήταν χαρούμενο γιατί μπορούσε να ξεχωρίζει το ένα πράγμα από το άλλο και να υιοθετεί την αντίστοιχη συμπεριφορά απέναντί του. Ήταν μια νέα, σημαντική κατάκτηση της νοημοσύνης του, μια απασχόληση που είχε νόημα για εκείνο και του είχε προσφέρει μεγάλη χαρά. Όμως, δεν είχε ακόμα την εσωτερική δύναμη να προστατευτεί από την ωμή παρέμβαση των ενηλίκων. Έτσι, κατέληξε να μυρίζει και να φιλάει τα πάντα αδιακρίτως και να γελάει βλέποντας να γελούν εκείνοι που βρίσκονταν γύρω του και του έκλειναν τον δρόμο προς την αυτόνομη εξέλιξη.
Πόσο συχνά κάνουμε κάτι παρόμοιο στα παιδιά μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε! Πνίγουμε τα φυσικά τους ένστικτα και τους προκαλούμε απελπισία και εκνευρισμό, που καταλήγει σε «αδικαιολόγητα» κλάματα, κλάματα παιδιών στα οποία εμείς οι τυφλοί δεν δίνουμε σημασία, όπως δεν προσέχουμε και το ευτυχισμένο χαμόγελο που φέρνει η ικανοποίηση μιας πνευματικής ανάγκης. Και αυτό συμβαίνει στην αρχή της ζωής, όταν οι εντυπώσεις είναι ιδιαίτερα λεπτές και αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα σκιρτήματα της ανθρώπινης ψυχής. Ήδη από εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξεκινάει η εξουθενωτική πάλη ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα.
Νανουρίζουμε το παιδί, το κοιμίζουμε… μα δεν ακούμε την ψυχή του που φωνάζει βοήθεια!
Αν, όμως, μπορέσουμε να κατανοήσουμε το παιδί, θα δούμε αμέσως ότι χρειάζεται πολύ λιγότερο ύπνο. Τα μάτια του είναι ζωηρά και έξυπνα και εκδηλώνουν τα πρώτα σημάδια κοινωνικότητας. Ζητάει βοήθεια και θα στραφεί σε οποιονδήποτε μπορεί να του τη δώσει. Λέγεται συχνά πως το μικρό παιδί δεν αγαπάει τη μητέρα του αλλά το στήθος που το θρέφει, όπως αργότερα θα αγαπάει όποιον του δίνει λιχουδιές. Όχι. Ήδη από τα πρώτα αυτά βήματα της ζωής του αγαπάει όποιον το βοηθάει να τελειοποιήσει το πνεύμα του.
Είναι προφανές ότι τα παιδιά επιζητούν τη συντροφιά των μεγάλων και προσπαθούν με κάθε τρόπο να συμμετάσχουν στη ζωή τους. Ικανοποιούνται μόνον όταν μπορούν να καθίσουν στο τραπέζι με την οικογένειά τους ή να ζεσταθούν μαζί με τους υπόλοιπους στο τζάκι.
Οι ανθρώπινες φωνές που μιλάνε ήσυχα και ήρεμα είναι η πιο όμορφη μουσική στα αυτιά τους. Η φύση τούς προσφέρει αυτό το μέσο για να μάθουν να μιλάνε.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το παιδί στην οικογένεια αναφέρεται στο νεογέννητο – στα πρώτα χρόνια της ζωής – και απευθύνεται κυρίως σε γονείς. Η Δρ Μοντεσσόρι, εκτός του ότι περιγράφει εδώ την πρότασή της για μια σχολή γονέων, αγγίζει δύσκολα θέματα με τέτοιο τρόπο ώστε να αιφνιδιάζει τον αναγνώστη, εκεί ακριβώς που δεν το περιμένει, με τα τολμηρά συμπεράσματά της. Καλεί τους γονείς να αναθεωρήσουν τις βαθύτερες προθέσεις τους στη σχέση τους με το νεογέννητο. Μιλάει για τη βία που υφίσταται αυτό το μικρό βρέφος από καλοπροαίρετους γονείς, οι οποίοι όμως δεν καταφέρνουν να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν την ανθρώπινη προσωπικότητα που αναπτύσσεται κοντά τους
Έγραψαν για το βιβλίο:
“Το παιδί στην οικογένεια αποτελεί σημαντική προσθήκη στη συλλογή μας. Στόχος του είναι να μας υπενθυμίσει πόσο σημαντικά είναι αυτά τα πρώτα χρόνια της ζωής, και πως ακόμα απέχουμε έτη φωτός από την κατανόηση των αναγκών του νεογέννητου και την υποδοχή του στον κόσμο μας με σεβασμό και τρυφερότητα. Έως ότου μάθουμε να παρατηρούμε και να ακούμε τη σιγανή αλλά επίμονη φωνή του νεογέννητου, ο κόσμος μας θα βρίθει από συγκρούσεις που ξεκινούν, όπως μας δείχνει πειστικά η Μοντεσσόρι, από την κούνια.” Ειρήνη Φαφαλιού
Συγγραφέας: Μαρία Μοντεσσόρι
Επιστημονική Επιμέλεια: Ειρήνη Φαφαλιού